- κακίζομαι
- κακίζομαι: play the coward, Il. 24.214†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη … Dictionary of Greek
προκακίζομαι — Α γίνομαι κακός εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κακίζομαι (< κακός)] … Dictionary of Greek